ελιτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελιτισμός οι ελιτισμοί
      γενική του ελιτισμού των ελιτισμών
    αιτιατική τον ελιτισμό τους ελιτισμούς
     κλητική ελιτισμέ ελιτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελιτισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική élitisme < élite < élit < παλαιά γαλλικά eslit < λατινική electus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος eligo < ex- + lego < πρωτοϊταλική *legō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leǵ- (μαζεύω, συλλέγω)

Ουσιαστικό

ελιτισμός αρσενικό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη ελίτ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.