helikopter

Δανικά (da)

Ουσιαστικό

helikopter (da)

  1. το ελικόπτερο



Εσθονικά (et)

Ουσιαστικό

helikopter (et)

  1. το ελικόπτερο



Ινδονησιακά (id)

Ουσιαστικό

helikopter (id)

  1. το ελικόπτερο



Κροατικά (hr)

Ουσιαστικό

helikopter (hr)

  1. το ελικόπτερο



Νορβηγικά (no)

Ουσιαστικό

helikopter (no)

  1. το ελικόπτερο



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

helikopter (nl)

  1. το ελικόπτερο



Ουγγρικά (hu)

Ουσιαστικό

helikopter (hu)

  1. το ελικόπτερο



Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˌxɛlʲiˈkɔptɛr/

Ετυμολογία

helikopter (pl) < γαλλική hélicoptère

Ουσιαστικό

helikopter (pl) αρσενικό

  1. το ελικόπτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • helikopterek
  • helikopterowy



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

helikopter (sr)



Σλοβενικά (sl)

Ουσιαστικό

helikopter (sl)

  1. το ελικόπτερο



Σουηδικά (sv)

Ουσιαστικό

helikopter (sv)

  1. το ελικόπτερο



Τουρκικά (tr)

Ουσιαστικό

helikopter (tr)

  1. το ελικόπτερο



Δυτικά φριζικά (fy)

Ουσιαστικό

helikopter (fy)

  1. το ελικόπτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.