ελικοτόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελικοτόμος οι ελικοτόμοι
      γενική του ελικοτόμου των ελικοτόμων
    αιτιατική τον ελικοτόμο τους ελικοτόμους
     κλητική ελικοτόμε ελικοτόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελικοτόμος < έλικα + -ο- + -τόμος < αρχαία ελληνική ἕλιξ + τέμνω

Ουσιαστικό

ελικοτόμος αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.