ελικοτόμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ελικοτόμος | οι | ελικοτόμοι |
| γενική | του | ελικοτόμου | των | ελικοτόμων |
| αιτιατική | τον | ελικοτόμο | τους | ελικοτόμους |
| κλητική | ελικοτόμε | ελικοτόμοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ελικοτόμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.