σπειροτόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπειροτόμος οι σπειροτόμοι
      γενική του σπειροτόμου των σπειροτόμων
    αιτιατική τον σπειροτόμο τους σπειροτόμους
     κλητική σπειροτόμε σπειροτόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπειροτόμος < σπείρα + -ο- + -τόμος (< τέμνω)

Ουσιαστικό

σπειροτόμος αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.