βιδολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βιδολόγος | οι | βιδολόγοι |
| γενική | του | βιδολόγου | των | βιδολόγων |
| αιτιατική | τον | βιδολόγο | τους | βιδολόγους |
| κλητική | βιδολόγε | βιδολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Δύο βιδολόγοι.
Ουσιαστικό
βιδολόγος αρσενικό
- (εργαλείο)
- ατσάλινο εργαλείο με το οποίο χαράζονται σπειρώματα (βόλτες) στην εξωτερική επιφάνεια σωλήνων, μεταλλικών ράβδων κ.ά.
- ※ Ο κυρ Νικοδήμος μ' έμαθε να μεταχειρίζομαι το βιδολόγο και να λιμάρω δόντι-δόντι τα πριόνια, έτσι λοξά για να δουλεύουν εύκολα, δίχως να πιάνουνται ανάμεσα στο ξύλο. (Κοσμάς Πολίτης Η κορομηλιά [διήγημα])
- ≈ συνώνυμα: φιλιέρα
- (παρωχημένο) κατσαβίδι
- ατσάλινο εργαλείο με το οποίο χαράζονται σπειρώματα (βόλτες) στην εξωτερική επιφάνεια σωλήνων, μεταλλικών ράβδων κ.ά.
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ελικοτόμηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.