βιδολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιδολόγος οι βιδολόγοι
      γενική του βιδολόγου των βιδολόγων
    αιτιατική τον βιδολόγο τους βιδολόγους
     κλητική βιδολόγε βιδολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δύο βιδολόγοι.

Ετυμολογία

βιδολόγος < βίδ(α) + -ο- + -λόγος

Ουσιαστικό

βιδολόγος αρσενικό

  • (εργαλείο)
    1. ατσάλινο εργαλείο με το οποίο χαράζονται σπειρώματα (βόλτες) στην εξωτερική επιφάνεια σωλήνων, μεταλλικών ράβδων κ.ά.
        Ο κυρ Νικοδήμος μ' έμαθε να μεταχειρίζομαι το βιδολόγο και να λιμάρω δόντι-δόντι τα πριόνια, έτσι λοξά για να δουλεύουν εύκολα, δίχως να πιάνουνται ανάμεσα στο ξύλο. (Κοσμάς Πολίτης Η κορομηλιά [διήγημα])
       συνώνυμα: φιλιέρα
    2. (παρωχημένο) κατσαβίδι

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • ελικοτόμηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.