-τόμος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- -τόμος < τέμνω
Επίθημα
-τόμος
πρόσωπα:
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | -τόμος | οι | -τόμοι |
| γενική | του/της | -τόμου | των | -τόμων |
| αιτιατική | τον/τη(ν) | -τόμο | τους/τις | -τόμους |
| κλητική | -τόμε | -τόμοι | ||
| για πρόσωπα όταν υπάρχει σε αρσενικό ή θηλυκό | ||||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | -τόμος | οι | -τόμοι |
| γενική | του | -τόμου | των | -τόμων |
| αιτιατική | τον | -τόμο | τους | -τόμους |
| κλητική | -τόμε | -τόμοι | ||
| μόνο αρσενικό, για πρόσωπα ή εργαλεία | ||||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
εργαλεία:
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -τόμος | οι | -τόμοι |
| γενική | της | -τόμου | των | -τόμων |
| αιτιατική | τη(ν) | -τόμο | τις | -τόμους |
| κλητική | -τόμε (-τόμο) |
-τόμοι | ||
| για θηλυκό | ||||
| Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- διχοτόμος
- σπειροτόμος
- κρανιοτόμος
- οστεοτόμος
- φλεβοτόμος
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τόμος στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.