ελεύθερος επαγγελματίας
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ελεύθερος επαγγελματίας < → δείτε τις λέξεις ελεύθερος και επαγγελματίας
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈle.fθe.ɾos e.paŋ.gel.maˈti.as/
Πολυλεκτικός όρος
ελεύθερος επαγγελματίας αρσενικό
- άτομο το οποίο καθορίζει τις εργασιακές συνθήκες μόνο του, χωρίς να έχει εργοδότη
- ※ Mικρότερες επιβαρύνσεις για τους ελεύθερους επαγγελματίες, φέρνει το φορολογικό νομοσχέδιο μετά τις αλλαγές στις οποίες προχώρησε το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας που καθιστά πιο «ήπιο» τον νέο τεκμαρτό τρόπο φορολόγησής τoυς.
- Σίσσυ Σταυροπιεράκου, Ελεύθεροι Επαγγελματίες: Ο οδικός χάρτης των φόρων που θα πληρώσουν το 2024 – Οι εξαιρέσεις, οι εκπτώσεις και οι απαλλαγές του τεκμηρίου, Ημερησία, 29 Νοεμβρίου 2023
- ※ Mικρότερες επιβαρύνσεις για τους ελεύθερους επαγγελματίες, φέρνει το φορολογικό νομοσχέδιο μετά τις αλλαγές στις οποίες προχώρησε το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας που καθιστά πιο «ήπιο» τον νέο τεκμαρτό τρόπο φορολόγησής τoυς.
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ελεύθερος επαγγελματίας
|
Πηγές
- επαγγελματίας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.