ελεύθερος επαγγελματίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελεύθερος επαγγελματίας οι ελεύθεροι επαγγελματίες
      γενική του ελεύθερου επαγγελματία των ελεύθερων επαγγελματιών
    αιτιατική τον ελεύθερο επαγγελματία τους ελεύθερους επαγγελματίες
     κλητική ελεύθερε επαγγελματία ελεύθεροι επαγγελματίες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελεύθερος επαγγελματίας <  δείτε τις λέξεις ελεύθερος και επαγγελματίας

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈle.fθe.ɾos e.paŋ.gel.maˈti.as/

Πολυλεκτικός όρος

ελεύθερος επαγγελματίας αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.