αυτοαπασχολούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτοαπασχολούμενος | η | αυτοαπασχολούμενη | το | αυτοαπασχολούμενο |
| γενική | του | αυτοαπασχολούμενου | της | αυτοαπασχολούμενης | του | αυτοαπασχολούμενου |
| αιτιατική | τον | αυτοαπασχολούμενο | την | αυτοαπασχολούμενη | το | αυτοαπασχολούμενο |
| κλητική | αυτοαπασχολούμενε | αυτοαπασχολούμενη | αυτοαπασχολούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτοαπασχολούμενοι | οι | αυτοαπασχολούμενες | τα | αυτοαπασχολούμενα |
| γενική | των | αυτοαπασχολούμενων | των | αυτοαπασχολούμενων | των | αυτοαπασχολούμενων |
| αιτιατική | τους | αυτοαπασχολούμενους | τις | αυτοαπασχολούμενες | τα | αυτοαπασχολούμενα |
| κλητική | αυτοαπασχολούμενοι | αυτοαπασχολούμενες | αυτοαπασχολούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
αυτοαπασχολούμενος < μετοχή ενεστώτα του αυτοαπασχολούμαι < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-employed
Μετοχή
αυτοαπασχολούμενος, -η, -ο
- που αυτοαπασχολείται, που δεν έχει εργοδότη αλλά δουλεύει σε δική του δουλειά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αυτοαπασχολούμενος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.