τεκμαρτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τεκμαρτός | η | τεκμαρτή | το | τεκμαρτό |
| γενική | του | τεκμαρτού | της | τεκμαρτής | του | τεκμαρτού |
| αιτιατική | τον | τεκμαρτό | την | τεκμαρτή | το | τεκμαρτό |
| κλητική | τεκμαρτέ | τεκμαρτή | τεκμαρτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τεκμαρτοί | οι | τεκμαρτές | τα | τεκμαρτά |
| γενική | των | τεκμαρτών | των | τεκμαρτών | των | τεκμαρτών |
| αιτιατική | τους | τεκμαρτούς | τις | τεκμαρτές | τα | τεκμαρτά |
| κλητική | τεκμαρτοί | τεκμαρτές | τεκμαρτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τεκμαρτός < (ελληνιστική κοινή) τεκμαρτός < αρχαία ελληνική τεκμαίρομαι < τέκμαρ
Επίθετο
τεκμαρτός, -ή, -ό
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις τεκμαίρομαι και τεκμήριο
Πολυλεκτικοί όροι
- τεκμαρτό εισόδημα: (οικονομία) το εισόδημα που φορολογείται επί τη βάσει κάποιων τεκμηρίων διαβίωσης, όπως η κατοχή αυτοκινήτων ή ακινήτων, άλλων περιουσιακών στοιχείων και, επίσης, εξόδων που το κράτος θεωρεί (θεωρητικώς αποδεικνύει με την κλίμακα των τεκμηρίων) πως είναι μεγαλύτερο από αυτό που δήλωσε ο ίδιος ο φορολογούμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.