τεκμαρτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεκμαρτός η τεκμαρτή το τεκμαρτό
      γενική του τεκμαρτού της τεκμαρτής του τεκμαρτού
    αιτιατική τον τεκμαρτό την τεκμαρτή το τεκμαρτό
     κλητική τεκμαρτέ τεκμαρτή τεκμαρτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεκμαρτοί οι τεκμαρτές τα τεκμαρτά
      γενική των τεκμαρτών των τεκμαρτών των τεκμαρτών
    αιτιατική τους τεκμαρτούς τις τεκμαρτές τα τεκμαρτά
     κλητική τεκμαρτοί τεκμαρτές τεκμαρτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τεκμαρτός < (ελληνιστική κοινή) τεκμαρτός < αρχαία ελληνική τεκμαίρομαι < τέκμαρ

Επίθετο

τεκμαρτός, -ή, -ό

  1. που εξάγεται από τεκμήρια
  2. ο υποθετικός, που βασίζεται σε υποθέσεις εργασίας και εμπειρική έρευνα, καθώς η πραγματικότητα είναι δύσκολο να αποτυπωθεί.

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • τεκμαρτό εισόδημα: (οικονομία) το εισόδημα που φορολογείται επί τη βάσει κάποιων τεκμηρίων διαβίωσης, όπως η κατοχή αυτοκινήτων ή ακινήτων, άλλων περιουσιακών στοιχείων και, επίσης, εξόδων που το κράτος θεωρεί (θεωρητικώς αποδεικνύει με την κλίμακα των τεκμηρίων) πως είναι μεγαλύτερο από αυτό που δήλωσε ο ίδιος ο φορολογούμενος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.