ανεκχώρητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεκχώρητος η ανεκχώρητη το ανεκχώρητο
      γενική του ανεκχώρητου της ανεκχώρητης του ανεκχώρητου
    αιτιατική τον ανεκχώρητο την ανεκχώρητη το ανεκχώρητο
     κλητική ανεκχώρητε ανεκχώρητη ανεκχώρητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεκχώρητοι οι ανεκχώρητες τα ανεκχώρητα
      γενική των ανεκχώρητων των ανεκχώρητων των ανεκχώρητων
    αιτιατική τους ανεκχώρητους τις ανεκχώρητες τα ανεκχώρητα
     κλητική ανεκχώρητοι ανεκχώρητες ανεκχώρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανεκχώρητος < αν- + εκχωρώ + -τος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inaliénable)

Επίθετο

ανεκχώρητος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.