ἐκχωρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἐκχωρέω <
Ρήμα
ἐκχωρέω
- φεύγω από τη χώρα, μεταναστεύω
- (μεταφορικά) πεθαίνω
- αποχωρώ, αποσύρομαι
- παραμερίζω (κάτι)
- (για οστά) φεύγω από τη θέση μου, από την άρθρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.