εκχωρημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκχωρημένος η εκχωρημένη το εκχωρημένο
      γενική του εκχωρημένου της εκχωρημένης του εκχωρημένου
    αιτιατική τον εκχωρημένο την εκχωρημένη το εκχωρημένο
     κλητική εκχωρημένε εκχωρημένη εκχωρημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκχωρημένοι οι εκχωρημένες τα εκχωρημένα
      γενική των εκχωρημένων των εκχωρημένων των εκχωρημένων
    αιτιατική τους εκχωρημένους τις εκχωρημένες τα εκχωρημένα
     κλητική εκχωρημένοι εκχωρημένες εκχωρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

εκχωρημένος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.