εκχωρητήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκχωρητήριο τα εκχωρητήρια
      γενική του εκχωρητηρίου
& εκχωρητήριου
των εκχωρητηρίων
    αιτιατική το εκχωρητήριο τα εκχωρητήρια
     κλητική εκχωρητήριο εκχωρητήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκχωρητήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εκχωρητήριος
(μαρτυρείται από το 1889)

Ουσιαστικό

εκχωρητήριο ουδέτερο

  1. η νομική πράξη με την οποία γίνεται η εκχώρηση αξιώσης
  2. (συνεκδοχικά) το έγγραφο της εκχώρησης
    συντακτικό λάθος στο εκχωρητήριο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.