εκχωρητήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εκχωρητήριο | τα | εκχωρητήρια |
| γενική | του | εκχωρητηρίου & εκχωρητήριου |
των | εκχωρητηρίων |
| αιτιατική | το | εκχωρητήριο | τα | εκχωρητήρια |
| κλητική | εκχωρητήριο | εκχωρητήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκχωρητήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εκχωρητήριος
- (μαρτυρείται από το 1889)
Ουσιαστικό
εκχωρητήριο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.