εκχωρήτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκχωρήτρια | οι | εκχωρήτριες |
| γενική | της | εκχωρήτριας | των | εκχωρητριών |
| αιτιατική | την | εκχωρήτρια | τις | εκχωρήτριες |
| κλητική | εκχωρήτρια | εκχωρήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
εκχωρήτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.