εκστατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκστατικός | η | εκστατική | το | εκστατικό |
| γενική | του | εκστατικού | της | εκστατικής | του | εκστατικού |
| αιτιατική | τον | εκστατικό | την | εκστατική | το | εκστατικό |
| κλητική | εκστατικέ | εκστατική | εκστατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκστατικοί | οι | εκστατικές | τα | εκστατικά |
| γενική | των | εκστατικών | των | εκστατικών | των | εκστατικών |
| αιτιατική | τους | εκστατικούς | τις | εκστατικές | τα | εκστατικά |
| κλητική | εκστατικοί | εκστατικές | εκστατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκστατικός < αρχαία ελληνική ἐκστατικός < ἐξίστημι < ἵστημι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.