εκστατικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
εκστατικά
<
εκστατικός
+
-ά
Επίρρημα
εκστατικά
με τρόπο
εκστατικό
, σε
κατάσταση
έκστασης
Μεταφράσεις
εκστατικά
γαλλικά
:
extatiquement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εκστατικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
εκστατικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.