εκστατικών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εκστατικών
- γενική πληθυντικού του εκστατικός
- γενική πληθυντικού του εκστατική
- γενική πληθυντικού του εκστατικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.