εκκρεμότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκρεμότητα οι εκκρεμότητες
      γενική της εκκρεμότητας των εκκρεμοτήτων
    αιτιατική την εκκρεμότητα τις εκκρεμότητες
     κλητική εκκρεμότητα εκκρεμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκκρεμότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐκκρεμ(ότης) + -ότητα[1] < (ελληνιστική κοινή) ἐκκρεμής. Μορφολογικά αναλύεται σε (ἐκ) εκ- + κρεμ- (< αρχαία ελληνική κρέμαμαι) + -ότητα.

Προφορά

ΔΦΑ : /e.kɾeˈmo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκκρεμότητα

Ουσιαστικό

εκκρεμότητα θηλυκό [2]

  • κάτι που εκκρεμώ, που μένει να γίνει
    μένουν πολλές εκκρεμότητες
    οικονομικές εκκρεμότητες

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις εκκρεμής, εκ, κρέμομαι και κρεμάω

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. εκκρεμότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. εκκρεμότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.