ἐκκρεμότης

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐκκρεμότης αἱ ἐκκρεμότητες
      γενική τῆς ἐκκρεμότητος τῶν ἐκκρεμοτήτων
      δοτική τῇ ἐκκρεμότητι ταῖς ἐκκρεμότησι(ν)
    αιτιατική τὴν ἐκκρεμότητα τὰς ἐκκρεμότητᾰς
     κλητική ! ἐκκρεμότης ἐκκρεμότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ἐκκρεμότης θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.