εισπνευστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εισπνευστικός | η | εισπνευστική | το | εισπνευστικό |
| γενική | του | εισπνευστικού | της | εισπνευστικής | του | εισπνευστικού |
| αιτιατική | τον | εισπνευστικό | την | εισπνευστική | το | εισπνευστικό |
| κλητική | εισπνευστικέ | εισπνευστική | εισπνευστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εισπνευστικοί | οι | εισπνευστικές | τα | εισπνευστικά |
| γενική | των | εισπνευστικών | των | εισπνευστικών | των | εισπνευστικών |
| αιτιατική | τους | εισπνευστικούς | τις | εισπνευστικές | τα | εισπνευστικά |
| κλητική | εισπνευστικοί | εισπνευστικές | εισπνευστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εισπνευστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.