εισαγγελία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εισαγγελία οι εισαγγελίες
      γενική της εισαγγελίας των εισαγγελιών
    αιτιατική την εισαγγελία τις εισαγγελίες
     κλητική εισαγγελία εισαγγελίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εισαγγελία < αρχαία ελληνική εἰσαγγελία < εἰσαγγέλλω < εἰς + ἀγγέλλω < ἄγγελος

Προφορά

ΔΦΑ : /i.saŋ.ɟeˈli.a/

Ουσιαστικό

εισαγγελία θηλυκό

  1. (νομικός όρος) το λειτούργημα ενός εισαγγελέα καθώς και η εξουσία που απορρέει απ’ αυτό
  2. (νομικός όρος) η σχετική υπηρεσία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.