εισαγγελέα

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εισαγγελέα αρσενικό ή θηλυκό

  1. (αρσενικό) γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του εισαγγελέας
    λόγια μορφή γενικής αρσενικού: του εισαγγελέως
  2. (θηλυκό) αιτιατική και κλητική ενικού του εισαγγελέας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.