εἰσαγγελία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εἰσαγγελί αἱ εἰσαγγελίαι
      γενική τῆς εἰσαγγελίᾱς τῶν εἰσαγγελιῶν
      δοτική τῇ εἰσαγγελί ταῖς εἰσαγγελίαις
    αιτιατική τὴν εἰσαγγελίᾱν τὰς εἰσαγγελίᾱς
     κλητική ! εἰσαγγελί εἰσαγγελίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἰσαγγελί
γεν-δοτ τοῖν  εἰσαγγελίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εἰσαγγελία < εἰσαγγέλλω < εἰς + ἀγγέλλω < ἄγγελος

Ουσιαστικό

εἰσαγγελία θηλυκό

  1. μήνυμα, πληροφορία
  2. (νομικός όρος) κατηγορία, καταγγελία
  3. (νομικός όρος) δίκη ενώπιον του επώνυμου άρχοντα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.