εννοιολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εννοιολογικός | η | εννοιολογική | το | εννοιολογικό |
| γενική | του | εννοιολογικού | της | εννοιολογικής | του | εννοιολογικού |
| αιτιατική | τον | εννοιολογικό | την | εννοιολογική | το | εννοιολογικό |
| κλητική | εννοιολογικέ | εννοιολογική | εννοιολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εννοιολογικοί | οι | εννοιολογικές | τα | εννοιολογικά |
| γενική | των | εννοιολογικών | των | εννοιολογικών | των | εννοιολογικών |
| αιτιατική | τους | εννοιολογικούς | τις | εννοιολογικές | τα | εννοιολογικά |
| κλητική | εννοιολογικοί | εννοιολογικές | εννοιολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις εννοιολογία, έννοια, νους και λέγω
Μεταφράσεις
εννοιολογικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.