εβραϊσμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εβραϊσμός | οι | εβραϊσμοί |
| γενική | του | εβραϊσμού | των | εβραϊσμών |
| αιτιατική | τον | εβραϊσμό | τους | εβραϊσμούς |
| κλητική | εβραϊσμέ | εβραϊσμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εβραϊσμός < ελληνιστική κοινή ἑβραϊσμός < Ἑβραῖος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική hébraïsme[1] [2] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική hebraism[2])
Ουσιαστικό
εβραϊσμός αρσενικό
Μεταφράσεις
- εβραϊσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εβραϊσμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.