Ἑβραῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἑβραῖος | ἡ | Ἑβραίᾱ | τὸ | Ἑβραῖον |
| γενική | τοῦ | Ἑβραίου | τῆς | Ἑβραίᾱς | τοῦ | Ἑβραίου |
| δοτική | τῷ | Ἑβραίῳ | τῇ | Ἑβραίᾳ | τῷ | Ἑβραίῳ |
| αιτιατική | τὸν | Ἑβραῖον | τὴν | Ἑβραίᾱν | τὸ | Ἑβραῖον |
| κλητική ὦ! | Ἑβραῖε | Ἑβραίᾱ | Ἑβραῖον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Ἑβραῖοι | αἱ | Ἑβραῖαι | τὰ | Ἑβραῖᾰ |
| γενική | τῶν | Ἑβραίων | τῶν | Ἑβραίων | τῶν | Ἑβραίων |
| δοτική | τοῖς | Ἑβραίοις | ταῖς | Ἑβραίαις | τοῖς | Ἑβραίοις |
| αιτιατική | τοὺς | Ἑβραίους | τὰς | Ἑβραίᾱς | τὰ | Ἑβραῖᾰ |
| κλητική ὦ! | Ἑβραῖοι | Ἑβραῖαι | Ἑβραῖᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἑβραίω | τὼ | Ἑβραίᾱ | τὼ | Ἑβραίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἑβραίοιν | τοῖν | Ἑβραίαιν | τοῖν | Ἑβραίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- Ἑβραῖος < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή עברי (ivrí).• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; [1] Και ουσιαστικοποιημένο.
Συγγενικά
- Ἑβραΐς
- Ἑβραΐζω
- Ἑβραϊκός
- Ἑβραϊσμός / ἑβραϊσμός
- Ἑβραϊστί / ἑβραϊστί
Αναφορές
- εβραίος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- Ἑβραῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἑβραῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.