εβραϊκότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εβραϊκότητα | οι | εβραϊκότητες |
| γενική | της | εβραϊκότητας | των | εβραϊκοτήτων |
| αιτιατική | την | εβραϊκότητα | τις | εβραϊκότητες |
| κλητική | εβραϊκότητα | εβραϊκότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εβραϊκότητα < εβραϊκός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Jewishness)
Ουσιαστικό
εβραϊκότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος Εβραίος, να έχει την εβραϊκή (θρησκευτική, γλωσσική, πολιτισμική κ.λπ.) ταυτότητα
- ※ Συζήτηση για τις προσλήψεις της εβραϊκότητας μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη συνύπαρξη εθνοτικών ομάδων (Εβραίοι, Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι), τις σχέσεις εξουσίας ανάμεσά τους, και εν γένει το ρόλο της εθνοτικής ομάδας μέσα στην αυτοκρατορία. (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.