καταδυτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταδυτικός | η | καταδυτική | το | καταδυτικό |
| γενική | του | καταδυτικού | της | καταδυτικής | του | καταδυτικού |
| αιτιατική | τον | καταδυτικό | την | καταδυτική | το | καταδυτικό |
| κλητική | καταδυτικέ | καταδυτική | καταδυτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταδυτικοί | οι | καταδυτικές | τα | καταδυτικά |
| γενική | των | καταδυτικών | των | καταδυτικών | των | καταδυτικών |
| αιτιατική | τους | καταδυτικούς | τις | καταδυτικές | τα | καταδυτικά |
| κλητική | καταδυτικοί | καταδυτικές | καταδυτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.ði.tiˈkos/
Επίθετο
καταδυτικός
- (για εξοπλισμό) που χρησιμεύει στην κατάδυση
- (φυσική) ειδικός φακός που διαθλά το φως, λόγω παρεμβολής υγρού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.