δυσπιστία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσπιστία οι δυσπιστίες
      γενική της δυσπιστίας των δυσπιστιών
    αιτιατική τη δυσπιστία τις δυσπιστίες
     κλητική δυσπιστία δυσπιστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυσπιστία < ελληνιστική κοινή δυσπιστία < δύσπιστος

Ουσιαστικό

δυσπιστία θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.