skepticism
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- skepticism < skeptic + -ism
Ουσιαστικό
skepticism (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)
- ο σκεπτικισμός, η δυσπιστία, μια στάση αμφιβολίας ότι οι ισχυρισμοί ή οι δηλώσεις είναι αληθινές ή ότι κάτι θα συμβεί
- ↪ He treated my suggestion with skepticism.
- Αντιμετώπισε την πρότασή μου με σκεπτικισμό.
- ↪ Consumers accepted the new product with skepticism.
- Το αγοραστικό κοινό δέχτηκε με δισπυστία το νέο προϊόν.
- ↪ He treated my suggestion with skepticism.
- (φιλοσοφία) ο σκεπτικισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.