δυσπεπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσπεπτικός η δυσπεπτική το δυσπεπτικό
      γενική του δυσπεπτικού της δυσπεπτικής του δυσπεπτικού
    αιτιατική τον δυσπεπτικό τη δυσπεπτική το δυσπεπτικό
     κλητική δυσπεπτικέ δυσπεπτική δυσπεπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσπεπτικοί οι δυσπεπτικές τα δυσπεπτικά
      γενική των δυσπεπτικών των δυσπεπτικών των δυσπεπτικών
    αιτιατική τους δυσπεπτικούς τις δυσπεπτικές τα δυσπεπτικά
     κλητική δυσπεπτικοί δυσπεπτικές δυσπεπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυσπεπτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δυσπεπτικός < δυσ- + αρχαία ελληνική πεπτικός

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.spe.ptiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυσπεπτικός
παλιότερος συλλαβισμός: δυσπεπτικός

Επίθετο

δυσπεπτικός, -ή, -ό[1]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές


Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

(ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.