δυσπεπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυσπεπτικός | η | δυσπεπτική | το | δυσπεπτικό |
| γενική | του | δυσπεπτικού | της | δυσπεπτικής | του | δυσπεπτικού |
| αιτιατική | τον | δυσπεπτικό | τη | δυσπεπτική | το | δυσπεπτικό |
| κλητική | δυσπεπτικέ | δυσπεπτική | δυσπεπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυσπεπτικοί | οι | δυσπεπτικές | τα | δυσπεπτικά |
| γενική | των | δυσπεπτικών | των | δυσπεπτικών | των | δυσπεπτικών |
| αιτιατική | τους | δυσπεπτικούς | τις | δυσπεπτικές | τα | δυσπεπτικά |
| κλητική | δυσπεπτικοί | δυσπεπτικές | δυσπεπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυσπεπτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δυσπεπτικός < δυσ- + αρχαία ελληνική πεπτικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.spe.ptiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐σπε‐πτι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : δυσ‐πε‐πτι‐κός
Μεταφράσεις
Αναφορές
- δυσπεπτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- δυσπεπτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.