δυσπεψία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δυσπεψία | οι | δυσπεψίες |
| γενική | της | δυσπεψίας | των | δυσπεψιών |
| αιτιατική | τη | δυσπεψία | τις | δυσπεψίες |
| κλητική | δυσπεψία | δυσπεψίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δυσπεψία < ελληνιστική κοινή δυσπεψία < αρχαία ελληνική δύσπεπτος < δυσ- + πέψις
Ουσιαστικό
δυσπεψία θηλυκό
Συγγενικά
- δυσπεπτικός
- δύσπεπτος
- → δείτε τις λέξεις δυσ- και πέψη
Μεταφράσεις
δυσπεψία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.