δυάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δυάρι | τα | δυάρια |
| γενική | του | δυαριού | των | δυαριών |
| αιτιατική | το | δυάρι | τα | δυάρια |
| κλητική | δυάρι | δυάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

τα τέσσερα δυάρια μιας τράπουλας

το δυάρι μιας ομάδας μπάσκετ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈa.ɾi/ & /ˈði̯a.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐ά‐ρι
Ουσιαστικό
δυάρι ουδέτερο
- το ψηφίο 2
- (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελείται από δύο ομοειδή αντικείμενα
- (ειδικότερα) διαμέρισμα με δύο κύρια δωμάτια (εκτός των χολ, κουζίνα και μπάνιο)
- (κατ’ επέκταση) (σε περιβάλλον ομάδας ατόμων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά) κάθε τι που αποτελεί τυποποιημένο μέγεθος 2
- το τραπουλόχαρτο με τον αριθμό δύο
- πρόκα, άλεν, κοπτικό κλπ, μεγέθους 2
- μέγεθος γραμμάτων 2 στιγμών
- βαθμός σε εξετάσεις
- (αθλητισμός) ποδοσφαιριστής που αγωνίζεται δεξιός αμυντικός στην σύνθεση.
Συγγενικά
- δυάρα
- δυαράκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.