dwójka
Πολωνικά (pl)
Ετυμολογία
dwójka < dwa
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈdvujka/
- ⓘ
Ουσιαστικό
dwójka (pl) θηλυκό
- το δυάρι σαν ψηφίο και σαν βαθμός
- (ειδικότερα) μη προάξιμος βαθμός, βαθμός κάτω από τη βάση σε πολλές σχολικές βαθμολογίες
Συγγενικά
- dwója
- dwójarz
- dwójkowicz
- dwójkowy
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.