δυάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δυάδα | οι | δυάδες |
| γενική | της | δυάδας | των | δυάδων |
| αιτιατική | τη | δυάδα | τις | δυάδες |
| κλητική | δυάδα | δυάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δυάδα < αρχαία ελληνική δυάς < δύ(ο) + -άς (-άδα)
Συγγενικά
μονάδα - δυάδα - τριάδα - τετράδα - πεντάδα - εξάδα - επτάδα - οκτάδα - ενιάδα - δεκάδα - εντακάδα - δωδεκάδα - δεκατριάδα - δεκατεσσεράδα - δεκαπεντάδα - δεκαεξάδα - δεκαπτάδα - δεκαοκτάδα - δεκαεννιάδα - εικοσάδα - εικοσιπεντάδα - τριαντάδα - τριανταπεντάδα - σαραντάδα - πενηντάδα / πεντηκοντάδα - εξηντάδα / εξηκοντάδα- εβδομηντάδα - ογδοντάδα / ογδοηκοντάδα - ενενηντάδα - εκατοστάδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.