ογδοντάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ογδοντάδα | οι | ογδοντάδες |
| γενική | της | ογδοντάδας | των | ογδοντάδων |
| αιτιατική | την | ογδοντάδα | τις | ογδοντάδες |
| κλητική | ογδοντάδα | ογδοντάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ογδοντάδα < ογδόντα + -άδα, (< αρχαία ελληνική: -άς -άδος)
Ουσιαστικό
ογδοντάδα θηλυκό (αριθμητικό - περιληπτικό)
- σύνολο, υποσύνολο, ή ενότητα ογδόντα μονάδων (προσώπων, πραγμάτων ή συναφών εννοιών)
Μεταφράσεις
ογδοντάδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.