δυάς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δυάς αἱ δυάδες
      γενική τῆς δυάδος τῶν δυάδων
      δοτική τῇ δυάδ ταῖς δυάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δυάδ τὰς δυάδᾰς
     κλητική ! δυάς δυάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δυάδε
γεν-δοτ τοῖν  δυάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυάς < δύ(ο) + -άς

Ουσιαστικό

δυάς, -άδος θηλυκό

  1. η δυάδα
  2. ζεύγος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.