δωδεκάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δωδεκάδα οι δωδεκάδες
      γενική της δωδεκάδας των δωδεκάδων
    αιτιατική τη δωδεκάδα τις δωδεκάδες
     κλητική δωδεκάδα δωδεκάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δωδεκάδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δωδεκάς από την αιτιατική σε -άδα

Προφορά

ΔΦΑ : /ðo.ðeˈka.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δωδεκάδα

Ουσιαστικό

δωδεκάδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.