δραματουργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δραματουργία οι δραματουργίες
      γενική της δραματουργίας των δραματουργιών
    αιτιατική τη δραματουργία τις δραματουργίες
     κλητική δραματουργία δραματουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δραματουργία < ελληνιστική κοινή δραματουργία < αρχαία ελληνική δρᾶμα + -ουργία

Ουσιαστικό

δραματουργία θηλυκό

  1. η δημιουργία δραματικών έργων
  2. σύνολο δραματικών έργων

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.