δρομολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δρομολογώ < δρομολόγ(ιο) (καθαρεύουσα -ιον) + (αναδρομικός σχηματισμός) με δεύτερο συνθετικό -λογώ [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ðɾo.mo.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρομολογώ

Ρήμα

δρομολογώ, αόρ.: δρομολόγησα, παθ.φωνή: δρομολογούμαι, π.αόρ.: δρομολογήθηκα, μτχ.π.π.: δρομολογημένος

  1. βάζω κάποιο όχημα να κινηθεί σε συγκεκριμένο δρομολόγιο
  2. (μεταφορικά) εκκινώ, κάνω αρχή σε μια συγκεκριμένη διαδικασία
    • (συνήθως στο 3ο παθητικό πρόσωπο) δρομολογείται

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις δρόμος και λέγω

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.