δρομολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δρομολογημένος | η | δρομολογημένη | το | δρομολογημένο |
| γενική | του | δρομολογημένου | της | δρομολογημένης | του | δρομολογημένου |
| αιτιατική | τον | δρομολογημένο | τη | δρομολογημένη | το | δρομολογημένο |
| κλητική | δρομολογημένε | δρομολογημένη | δρομολογημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δρομολογημένοι | οι | δρομολογημένες | τα | δρομολογημένα |
| γενική | των | δρομολογημένων | των | δρομολογημένων | των | δρομολογημένων |
| αιτιατική | τους | δρομολογημένους | τις | δρομολογημένες | τα | δρομολογημένα |
| κλητική | δρομολογημένοι | δρομολογημένες | δρομολογημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δρομολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δρομολογώ
Μεταφράσεις
δρομολογημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.