δρομολόγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δρομολόγηση | οι | δρομολογήσεις |
| γενική | της | δρομολόγησης* | των | δρομολογήσεων |
| αιτιατική | τη | δρομολόγηση | τις | δρομολογήσεις |
| κλητική | δρομολόγηση | δρομολογήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, δρομολογήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.