δομοστοιχειωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δομοστοιχειωτός | η | δομοστοιχειωτή | το | δομοστοιχειωτό |
| γενική | του | δομοστοιχειωτού | της | δομοστοιχειωτής | του | δομοστοιχειωτού |
| αιτιατική | τον | δομοστοιχειωτό | τη | δομοστοιχειωτή | το | δομοστοιχειωτό |
| κλητική | δομοστοιχειωτέ | δομοστοιχειωτή | δομοστοιχειωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δομοστοιχειωτοί | οι | δομοστοιχειωτές | τα | δομοστοιχειωτά |
| γενική | των | δομοστοιχειωτών | των | δομοστοιχειωτών | των | δομοστοιχειωτών |
| αιτιατική | τους | δομοστοιχειωτούς | τις | δομοστοιχειωτές | τα | δομοστοιχειωτά |
| κλητική | δομοστοιχειωτοί | δομοστοιχειωτές | δομοστοιχειωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία el
δομοστοιχειωτός, -ή, -ό < δομοστοιχείο/δομοστοιχειώνω (συνθέτω κάτι με-από δομοστοιχεία) + -ακός
Προφορά
/?/
Επίθετο
δομοστοιχειωτός (en), -ή, -ό αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- σωματιδιακός, αποτελούμενος από διακριτές μονάδες που (συνήθως) δεν δύναται να αναμειχθούν ομοιογενώς αλλά μεταφέρονται αυτούσιες (εάν αναμειχθούν οι δομομονάδες/τα δομοστοιχεία κατακερματίζοντας-διαιρώντας το εσωτερικό τους, είτε αχρηστεύονται είτε [πχ. στην φυσική] παράγουν νέα δομοστοιχεία)
- που αφορά σχέσεις-διάταξη δομοστοιχείων, -α
- (συνήθως) τυποποιημένα αρμοστός-αρμοστικός
- που αποτελεί ή αφορά την δομοστοιχειακή αρχιτεκτονική
Συνώνυμα
- δομοστοιχειακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.