δομοστοιχείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δομοστοιχείο | τα | δομοστοιχεία |
| γενική | του | δομοστοιχείου | των | δομοστοιχείων |
| αιτιατική | το | δομοστοιχείο | τα | δομοστοιχεία |
| κλητική | δομοστοιχείο | δομοστοιχεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðo.mo.stiˈçi.o/
Ουσιαστικό
δομοστοιχείο ουδέτερο
- (τεχνολογία) δομικό στοιχείο, τυποποιημένο στοιχείο προς συνένωση
- → χρειάζεται παράδειγμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.