modular

Αγγλικά (en)

Επίθετο

modular (en)

  1. δομοστοιχειωτός, αποτελούμενος από αυτοτελείς μονάδες, πολυτμηματικός, συναρμολογούμενος
     συνώνυμα:: particulate
  2. (πληροφορική) δομοστοιχειωτός, αρθρωτός

Αντώνυμα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.