σωματιδιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σωματιδιακός | η | σωματιδιακή | το | σωματιδιακό |
| γενική | του | σωματιδιακού | της | σωματιδιακής | του | σωματιδιακού |
| αιτιατική | τον | σωματιδιακό | τη | σωματιδιακή | το | σωματιδιακό |
| κλητική | σωματιδιακέ | σωματιδιακή | σωματιδιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σωματιδιακοί | οι | σωματιδιακές | τα | σωματιδιακά |
| γενική | των | σωματιδιακών | των | σωματιδιακών | των | σωματιδιακών |
| αιτιατική | τους | σωματιδιακούς | τις | σωματιδιακές | τα | σωματιδιακά |
| κλητική | σωματιδιακοί | σωματιδιακές | σωματιδιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία el
σωματιδιακός, -ή, -ό < σωματίδιο + -ακός
Προφορά
/?/
Επίθετο
σωματιδιακός, -ή, -ό αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- που αφορά σωματίδιο, -α
- που αφορά την σωματιδιακή φυσική
- δομοστοιχειωτός, αποτελούμενος από διακριτές μονάδες που (συνήθως) δεν δύναται να αναμειχθούν ομοιογενώς αλλά μεταφέρονται αυτούσιες
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.