dogmatique
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- dogmatique < λατινική dogmaticus < αρχαία ελληνική δογματικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /dɔɡ.ma.tik/
Επίθετο
| ενικός | πληθυντικός |
| dogmatique | dogmatiques |
dogmatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- δογματικός, σχετικός με ένα δόγμα
- δογματικός, που εκφράζει τις ιδέες του με υπεροπτικό τρόπο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.