δογματίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δογματίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δογματίζω & λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dogmatiser< υστερολατινική dogmatizo < (ελληνιστική κοινή) δογματίζω[1]
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δόγμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δογματίζω | δογμάτιζα | θα δογματίζω | να δογματίζω | δογματίζοντας | |
| β' ενικ. | δογματίζεις | δογμάτιζες | θα δογματίζεις | να δογματίζεις | δογμάτιζε | |
| γ' ενικ. | δογματίζει | δογμάτιζε | θα δογματίζει | να δογματίζει | ||
| α' πληθ. | δογματίζουμε | δογματίζαμε | θα δογματίζουμε | να δογματίζουμε | ||
| β' πληθ. | δογματίζετε | δογματίζατε | θα δογματίζετε | να δογματίζετε | δογματίζετε | |
| γ' πληθ. | δογματίζουν(ε) | δογμάτιζαν δογματίζαν(ε) |
θα δογματίζουν(ε) | να δογματίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δογμάτισα | θα δογματίσω | να δογματίσω | δογματίσει | ||
| β' ενικ. | δογμάτισες | θα δογματίσεις | να δογματίσεις | δογμάτισε | ||
| γ' ενικ. | δογμάτισε | θα δογματίσει | να δογματίσει | |||
| α' πληθ. | δογματίσαμε | θα δογματίσουμε | να δογματίσουμε | |||
| β' πληθ. | δογματίσατε | θα δογματίσετε | να δογματίσετε | δογματίστε | ||
| γ' πληθ. | δογμάτισαν δογματίσαν(ε) |
θα δογματίσουν(ε) | να δογματίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δογματίσει | είχα δογματίσει | θα έχω δογματίσει | να έχω δογματίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δογματίσει | είχες δογματίσει | θα έχεις δογματίσει | να έχεις δογματίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δογματίσει | είχε δογματίσει | θα έχει δογματίσει | να έχει δογματίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δογματίσει | είχαμε δογματίσει | θα έχουμε δογματίσει | να έχουμε δογματίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δογματίσει | είχατε δογματίσει | θα έχετε δογματίσει | να έχετε δογματίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δογματίσει | είχαν δογματίσει | θα έχουν δογματίσει | να έχουν δογματίσει |
| |
Μεταφράσεις
δογματίζω
Αναφορές
- δογματίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- δογματίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δογματίζω
Ρηματικοί τύποι
- ἐδογμάτισεν (αόριστος)
Συγγενικά
Πηγές
- δογματίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
δογματίζω παθητική φωνή δογματίζομαι
- (ελληνιστική κοινή)
- εκφέρω άποψη, αποφαίνομαι
- (στην παθητική φωνή) υποτάσσομαι σε διάταγμα
Παράγωγα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δόγμα
Πηγές
- δογματίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δογματίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.