δογματίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δογματίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δογματίζω & λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dogmatiser< υστερολατινική dogmatizo < (ελληνιστική κοινή) δογματίζω[1]

Ρήμα

δογματίζω, αόρ.: δογμάτισα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

δογματίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δογματίζω

Ρήμα

δογματίζω

Ρηματικοί τύποι

  • ἐδογμάτισεν (αόριστος)

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δογματίζω < δόγμα δογματ- + -ίζω

Ρήμα

δογματίζω παθητική φωνή δογματίζομαι

Παράγωγα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.