διχειλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διχειλικός | η | διχειλική | το | διχειλικό |
| γενική | του | διχειλικού | της | διχειλικής | του | διχειλικού |
| αιτιατική | τον | διχειλικό | τη | διχειλική | το | διχειλικό |
| κλητική | διχειλικέ | διχειλική | διχειλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διχειλικοί | οι | διχειλικές | τα | διχειλικά |
| γενική | των | διχειλικών | των | διχειλικών | των | διχειλικών |
| αιτιατική | τους | διχειλικούς | τις | διχειλικές | τα | διχειλικά |
| κλητική | διχειλικοί | διχειλικές | διχειλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διχειλικός < (δις) δι- + χείλ(η) + ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bilabial[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.çi.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐χει‐λι‐κός
Αναφορές
- διχειλικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.