διχειλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διχειλικός η διχειλική το διχειλικό
      γενική του διχειλικού της διχειλικής του διχειλικού
    αιτιατική τον διχειλικό τη διχειλική το διχειλικό
     κλητική διχειλικέ διχειλική διχειλικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διχειλικοί οι διχειλικές τα διχειλικά
      γενική των διχειλικών των διχειλικών των διχειλικών
    αιτιατική τους διχειλικούς τις διχειλικές τα διχειλικά
     κλητική διχειλικοί διχειλικές διχειλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διχειλικός < (δις) δι- + χείλ(η) + ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bilabial[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.çi.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διχειλικός

Επίθετο

διχειλικός, -ή, -ό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη χείλος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.