διυπουργικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διυπουργικός | η | διυπουργική | το | διυπουργικό |
| γενική | του | διυπουργικού | της | διυπουργικής | του | διυπουργικού |
| αιτιατική | τον | διυπουργικό | τη | διυπουργική | το | διυπουργικό |
| κλητική | διυπουργικέ | διυπουργική | διυπουργικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διυπουργικοί | οι | διυπουργικές | τα | διυπουργικά |
| γενική | των | διυπουργικών | των | διυπουργικών | των | διυπουργικών |
| αιτιατική | τους | διυπουργικούς | τις | διυπουργικές | τα | διυπουργικά |
| κλητική | διυπουργικοί | διυπουργικές | διυπουργικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διυπουργικός < (δια-) δι- + υπουργικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική interministériel
Επίθετο
διυπουργικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση ή αποτελείται από υπουργούς πολλών διαφορετικών υπουργείων
- ※ Oι περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις, η στήριξη των ενεργοβόρων βιομηχανιών, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους και το νέο ΕΣΠΑ της περιόδου 2014 - 2020 βρέθηκαν στο τραπέζι της πρώτης διυπουργικής επιτροπής για την βιομηχανική πολιτική. (*)
- (ουσιαστικοποιημένο) διυπουργική: ομάδα εργασίας ή επιτροπή αποτελούμενη από πολλούς υπουργούς
- ※ Αν κι η πρόταση συνάντηση διαμόρφωσε την «ατζέντα» της διυπουργικής -έγινε λόγος για «οδικό χάρτη» εξόδου της βιομηχανίας από την κρίση- ωστόσο φαίνεται πως το κλίμα ήταν καλό. (*)
Μεταφράσεις
διυπουργικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.